κοτυλώδης

κοτυλώδης
κοτυλ-ώδης, ες,
A like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοτυλώδης — κοτυλώδης, ῶδες (Α) [κοτύλη] αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής …   Dictionary of Greek

  • κοτυλῶδες — κοτυλώδης like a masc/fem voc sg κοτυλώδης like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλώδεις — κοτυλώδης like a masc/fem acc pl κοτυλώδης like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”